ψεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psektikos
|Transliteration C=psektikos
|Beta Code=yektiko/s
|Beta Code=yektiko/s
|Definition=ή, όν, [[censorious]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.Al.</span>1421b9</span>, <span class="bibl">Poll.5.117</span>; τὸ-κόν <span class="title">Stoic.</span>2.62. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.5.118</span>.
|Definition=ψεκτική, ψεκτικόν, [[censorious]], Arist.''Rh.Al.''1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν ''Stoic.''2.62. Adv. [[ψεκτικῶς]] Poll.5.118.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεκτικός Medium diacritics: ψεκτικός Low diacritics: ψεκτικός Capitals: ΨΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psektikós Transliteration B: psektikos Transliteration C: psektikos Beta Code: yektiko/s

English (LSJ)

ψεκτική, ψεκτικόν, censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. ψεκτικῶς Poll.5.118.

German (Pape)

[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.