σύμπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symplevros
|Transliteration C=symplevros
|Beta Code=su/mpleuros
|Beta Code=su/mpleuros
|Definition=ον, [[side by side]], λίθοι <span class="title">Milet.</span>7.57 (Didyma), <span class="title">Rev.Phil.</span> 43.199, 202 (ibid.).
|Definition=σύμπλευρον, [[side by side]], λίθοι ''Milet.''7.57 (Didyma), ''Rev.Phil.'' 43.199, 202 (ibid.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλευρος Medium diacritics: σύμπλευρος Low diacritics: σύμπλευρος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: sýmpleuros Transliteration B: sympleuros Transliteration C: symplevros Beta Code: su/mpleuros

English (LSJ)

σύμπλευρον, side by side, λίθοι Milet.7.57 (Didyma), Rev.Phil. 43.199, 202 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 988] Seite an Seite, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλευρος: -ον, ὁ πλευρὸν μὲ πλευρόν, ὁ παραπλεύρως κείμενος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 768D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
(για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά
αρχ.
διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί-πλευρος].