μελιτοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melitoeidis | |Transliteration C=melitoeidis | ||
|Beta Code=melitoeidh/s | |Beta Code=melitoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=μελιτοειδές, [[like honey]], οἶνος Hp.''Morb.''2.22. Adv. [[μελιτοειδῶς]] Sor. 1.91. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
μελιτοειδές, like honey, οἶνος Hp.Morb.2.22. Adv. μελιτοειδῶς Sor. 1.91.
German (Pape)
[Seite 124] ές, honigartig, -farbig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μέλι, οἶνος Ἱππ. 469. 6, κτλ.
Greek Monolingual
μελιτοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με το μέλι, κυρίως ως προς το χρώμα.
επίρρ...
μελιτοειδῶς (Α)
με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ειδής].