ἀναθηματικός: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anathimatikos | |Transliteration C=anathimatikos | ||
|Beta Code=a)naqhmatiko/s | |Beta Code=a)naqhmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναθηματική, ἀναθηματικόν, [[consisting of votive offerings]], τιμαί Plb.27.18.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναθηματική, ἀναθηματικόν, consisting of votive offerings, τιμαί Plb.27.18.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν consistente en ofrendas votivas τιμαί Plb.27.18.2.
German (Pape)
[Seite 188] zum Weihgeschenk gehörig, τιμαί, Ehren, die in Weihgeschenken, Statuen u. dgl. bestehen, Pol. 27, 15.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθημᾰτικός: заключающийся в жертвенных приношениях, жертвенный (τιμαί Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθηματικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀναθημάτων, τιμαί Πολύβ. 27. 15, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναθηματικός, -ή, -όν) ἀνάθημα
1. ο σχετικός με το ανάθημα
2. αυτός που χρησιμεύει ως ανάθημα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από αναθήματα.