ἀνελκτός: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anelktos
|Transliteration C=anelktos
|Beta Code=a)nelkto/s
|Beta Code=a)nelkto/s
|Definition=όν, [[up-drawn]], <b class="b3">ἀ. ὀφρύσι</b>, Prob. of Pericles, <span class="bibl">Cratin.355</span>.
|Definition=ἀνελκτόν, [[up-drawn]], <b class="b3">ἀ. ὀφρύσι</b>, Prob. of Pericles, Cratin.355.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελκτός Medium diacritics: ἀνελκτός Low diacritics: ανελκτός Capitals: ΑΝΕΛΚΤΟΣ
Transliteration A: anelktós Transliteration B: anelktos Transliteration C: anelktos Beta Code: a)nelkto/s

English (LSJ)

ἀνελκτόν, up-drawn, ἀ. ὀφρύσι, Prob. of Pericles, Cratin.355.

Spanish (DGE)

-όν elevado, levantado ὀφρύες Cratin.355.

German (Pape)

[Seite 222] in die Höhe gezogen, ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν Cratin. B. A. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελκτός: -όν, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀνασεσυρμένος, ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν, πιθαν. περὶ τοῦ Περικλέους, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλοις 123 (Α. Β. 3).

Greek Monolingual

ἄνελκτος, -ον (Α)
(για υλικά σώματα) εκείνος που δεν μπορεί να εκταθεί με έλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελκτός («αυτός που μπορεί να ελκυστεί») < έλκω].

Greek Monolingual

ἀνελκτός, -ή, -όν (Α)
1. ο ανασηκωμένος προς τα πάνω
2. «ἀνελκταῖς ὀφρῡσιν» — με τα φρύδια υπερήφανα ανασηκωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελκτός < έλκω].