ἀνελκτός

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελκτός Medium diacritics: ἀνελκτός Low diacritics: ανελκτός Capitals: ΑΝΕΛΚΤΟΣ
Transliteration A: anelktós Transliteration B: anelktos Transliteration C: anelktos Beta Code: a)nelkto/s

English (LSJ)

ἀνελκτόν, up-drawn, ἀ. ὀφρύσι, Prob. of Pericles, Cratin.355.

Spanish (DGE)

-όν elevado, levantado ὀφρύες Cratin.355.

German (Pape)

[Seite 222] in die Höhe gezogen, ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν Cratin. B. A. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελκτός: -όν, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀνασεσυρμένος, ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν, πιθαν. περὶ τοῦ Περικλέους, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλοις 123 (Α. Β. 3).

Greek Monolingual

ἄνελκτος, -ον (Α)
(για υλικά σώματα) εκείνος που δεν μπορεί να εκταθεί με έλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελκτός («αυτός που μπορεί να ελκυστεί») < έλκω].

Greek Monolingual

ἀνελκτός, -ή, -όν (Α)
1. ο ανασηκωμένος προς τα πάνω
2. «ἀνελκταῖς ὀφρῡσιν» — με τα φρύδια υπερήφανα ανασηκωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελκτός < έλκω].