μονομήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monomitor | |Transliteration C=monomitor | ||
|Beta Code=monomh/twr | |Beta Code=monomh/twr | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[μονομάτωρ]] [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, [[bereft of a mother]], E.''Ph.''1517 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. μονομάτωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, bereft of a mother, E.Ph.1517 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui n'a plus sa mère.
Étymologie: μόνος, μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
μονομήτωρ: дор. μονομάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m лишившийся матери, осиротевший Eur.
Greek (Liddell-Scott)
μονομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐστερημένος μητρός, μονομάτορος ὀδυρμοῖς ἐμοῖς, τοῖς ὀδυρμοῖς ἐμοῦ τῆς μονομήτορος, Εὐρ. Φοίν. 1517.
Greek Monolingual
μονομήτωρ, -όρος, ιων. τ. μουνομήτωρ, δωρ. τ. μονομάτωρ, ο (Α)
ορφανός από μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεομήτωρ].
Greek Monotonic
μονομήτωρ: Δωρ. -μάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ, (μήτηρ), αυτός που έχει στερηθεί τη μητέρα του, σε Ευρ.
Middle Liddell
μονο-μήτωρ, δοριξ -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, μήτηρ
reft of mother, Eur.