λυγόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lygodesmos
|Transliteration C=lygodesmos
|Beta Code=lugo/desmos
|Beta Code=lugo/desmos
|Definition=η, ον, [[bound with willow-twigs]], [[epithet]] of Artemis, <span class="bibl">Paus.3.16.11</span>.
|Definition=η, ον, [[bound with willow-twigs]], [[epithet]] of Artemis, Paus.3.16.11.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγόδεσμος Medium diacritics: λυγόδεσμος Low diacritics: λυγόδεσμος Capitals: ΛΥΓΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: lygódesmos Transliteration B: lygodesmos Transliteration C: lygodesmos Beta Code: lugo/desmos

English (LSJ)

η, ον, bound with willow-twigs, epithet of Artemis, Paus.3.16.11.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγόδεσμος: -η, -ον, περιτετυλιγμένος διὰ λύγων, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, λυγοδέσμαν... ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη Παυσ. 3. 16, 11.

Greek Monolingual

λυγόδεσμος, -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)
1. δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς
2. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) ἡ Λυγοδέσμα
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη («καλοῦσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη
περιειληθεῖσα δὲ ἡ λύγος ἐποίησε τὸ ἄγαλμα ὀρθόν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + δεσμός (< δέω)].

German (Pape)

mit Weidenzweigen gebunden, Ἄρτεμις, Paus. 3.16.11.