βλοσυρώπης: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vlosyropis
|Transliteration C=vlosyropis
|Beta Code=blosurw/phs
|Beta Code=blosurw/phs
|Definition=ου, ὁ, later masc. of sq., <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.144</span>.
|Definition=βλοσυρώπου, ὁ, later masc. of [[βλοσυρῶπις]], Opp. ''C.'' 1.144.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλοσῠρώπης Medium diacritics: βλοσυρώπης Low diacritics: βλοσυρώπης Capitals: ΒΛΟΣΥΡΩΠΗΣ
Transliteration A: blosyrṓpēs Transliteration B: blosyrōpēs Transliteration C: vlosyropis Beta Code: blosurw/phs

English (LSJ)

βλοσυρώπου, ὁ, later masc. of βλοσυρῶπις, Opp. C. 1.144.

Spanish (DGE)

(βλοσῠρώπης) -ες de mirada fiera βλοσυρώπεε μόσχω Opp.C.1.144.

Greek (Liddell-Scott)

βλοσυρώπης: -ου, ὁ, μεταγεν. ἀρσ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 144.

Greek Monolingual

βλοσυρώπης, ο (θηλ. -ρῶπις, -ιδος, η) (Α)
αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ- κυριολ. αρπακτικό πτηνό» (< gwltur-, βλ. και λ. βλοσυρός) + -ωπις < ωψ, ωπός «μάτι, πρόσωπο»].