τριακοντάπους: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triakontapous | |Transliteration C=triakontapous | ||
|Beta Code=triakonta/pous | |Beta Code=triakonta/pous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, [[of thirty feet]], βάθος | |Definition=ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, [[of thirty feet]], βάθος D.H.9.68. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, of thirty feet, βάθος D.H.9.68.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψος ἢ βάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.
Greek Monolingual
και τριακοντόπους, -οδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός].