βαλλιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vallistis
|Transliteration C=vallistis
|Beta Code=ballisth/s
|Beta Code=ballisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, a constellation, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.204.14.
|Definition=βαλλιστοῦ, ὁ, a constellation, ''Cat.Cod.Astr.''7.204.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βαλλιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες [[δέρμα]], όμοιο με θώρακα<br /><b>2.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] για τον χορευτή, [[κυρίως]] του [[βαλς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] αστερισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλλίζω]]. Το λατ. <i>ballsta</i> αποτελεί [[δάνειο]] της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη [[σημασία]] «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το [[βλήμα]]»].
|mltxt=ο (Α [[βαλλιστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες [[δέρμα]], όμοιο με θώρακα<br /><b>2.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] για τον χορευτή, [[κυρίως]] του [[βαλς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] αστερισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλλίζω]]. Το λατ. <i>ballsta</i> αποτελεί [[δάνειο]] της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη [[σημασία]] «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το [[βλήμα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλιστής Medium diacritics: βαλλιστής Low diacritics: βαλλιστής Capitals: ΒΑΛΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: ballistḗs Transliteration B: ballistēs Transliteration C: vallistis Beta Code: ballisth/s

English (LSJ)

βαλλιστοῦ, ὁ, a constellation, Cat.Cod.Astr.7.204.14.

Greek Monolingual

ο (Α βαλλιστής)
νεοελλ.
1. γένος Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες δέρμα, όμοιο με θώρακα
2. παλαιότερη ονομασία για τον χορευτή, κυρίως του βαλς
αρχ.
ονομασία αστερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Το λατ. ballsta αποτελεί δάνειο της Λατινικής από την Ελληνική με διαφοροποιημένη σημασία «αυτό που ρίπτεται διά του καταπέλτη, το βλήμα»].