σιδηρότευκτος: Difference between revisions
From LSJ
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirotefktos | |Transliteration C=sidirotefktos | ||
|Beta Code=sidhro/teuktos | |Beta Code=sidhro/teuktos | ||
|Definition= | |Definition=σιδηρότευκτον, [[wrought of iron]], βέλος Epicr.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
σιδηρότευκτον, wrought of iron, βέλος Epicr.8.
German (Pape)
[Seite 880] von, aus Eisen gemacht, mit, durch Eisen gemacht, poet. bei Ath. XV, 699 f.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρότευκτος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου κατειργασμένος, κατεσκευασμένος, βέλος Φιλιππίδ. (;) παρὰ τῷ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 1. 529, ἐκ τοῦ Ἀθην. 699Ε. πρβλ. Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σιδηρότευκτος, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκότευκτος].