διακάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakardios | |Transliteration C=diakardios | ||
|Beta Code=diaka/rdios | |Beta Code=diaka/rdios | ||
|Definition= | |Definition=διακάρδιον, [[heart-piercing]], ὀδύνη J.''AJ''19.8.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
διακάρδιον, heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.
Spanish (DGE)
-ον que traspasa el corazón ὀδύνη I.AI 19.346.
German (Pape)
[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.
Greek Monolingual
διακάρδιος, -ον (Α)
φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» — πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)].