σταχυοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stachyotomos | |Transliteration C=stachyotomos | ||
|Beta Code=staxuoto/mos | |Beta Code=staxuoto/mos | ||
|Definition=ὁ, = Lat. [[tribulum]], Charis. | |Definition=ὁ, = Lat. [[tribulum]], Charis.p.554 K. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = Lat. tribulum, Charis.p.554 K.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοτόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, θερίζω σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
Greek Monolingual
και σταχυητόμος, -ον, Α
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος
θεριστική μηχανή
2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» — το δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος, + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμητόμος. Το συνδ. φων. -η- του τ. σταχυητόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].