ἀνισασμός: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anisasmos | |Transliteration C=anisasmos | ||
|Beta Code=a)nisasmo/s | |Beta Code=a)nisasmo/s | ||
|Definition=ὁ, [[equalization]], | |Definition=ὁ, [[equalization]], Eust.42.6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, equalization, Eust.42.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
igualación, ἐνταῦθα δὲ σημείωσαι καὶ τὸν ἀνισασμὸν τὸν κατά τινα οἷον ἀντίδοσιν καὶ ἀντιπάθειαν Eust.42.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσασμός: ὁ, τὸ ἀνισάζειν, ἐξίσωσις, Εὐστ. 42. 6.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνισασμός) ισασμός
νεοελλ.
1. η τακτοποίηση, η διευθέτηση
2. ο διακανονισμός (περιουσιακής διαφοράς)
μσν.
η εξίσωση, η εξομοίωση.
German (Pape)
ὁ, Ausgleichung, Eust.