ἔμμουσος: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emmousos | |Transliteration C=emmousos | ||
|Beta Code=e)/mmousos | |Beta Code=e)/mmousos | ||
|Definition= | |Definition=ἔμμουσον, = [[μουσικός]], [[πράγματα]] Heph.Astr.2.32: Sup. ἐμμουσότατον, θεώρημα Nicom.''Ar.''2.2; <b class="b3">ἐμμούσοις γράμμασιν</b> in literature, ''IG''9(1).235 (Larymna). Adv. [[ἐμμούσως]], παίζειν Plu.2.1119d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔμμουσον, = μουσικός, πράγματα Heph.Astr.2.32: Sup. ἐμμουσότατον, θεώρημα Nicom.Ar.2.2; ἐμμούσοις γράμμασιν in literature, IG9(1).235 (Larymna). Adv. ἐμμούσως, παίζειν Plu.2.1119d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1musical πράγματα Heph.Astr.2.34.12, θεώρημα Nicom.Ar.2.2, τὸ δὲ σκαίρειν ἔμμουσον κίνησιν Porph.ad Il.185.14.
2 inspirado por las musas ἐμμελὴς ... καὶ ἔ. de Píndaro, Philostr.Im.2.12, ᾠδαί Eust.161.36.
II adv. -ως musicalmente, bajo la inspiración de las musas λαλεῖν Eust.10.17, cf. 1683.5.
German (Pape)
[Seite 809] = μουσικός, Nicom. arith. 2, p. 109. – Adv. ἐμμούσως, παίζειν Plut. adv. Col. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμουσος: -ον, = μουσικός, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 109· ἐμμούσοις γράμμασιν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 2. - Ἐπίρρ. ἐμμούσως, Πλούτ. 2. 119D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμουσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση με τη μουσική, ο μουσικός
μσν.
αρμονικός, μελωδικός.