ρίψη: Difference between revisions
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / ῥῖψις, | |mltxt=η / [[ῥῖψις]], ῥίψεως, ΝΜΑ [[ῥίπτω]]<br />το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[βολή]], εκσφενδόνιση (α. «μέτρια [[ρίψη]], πολύ [[κάτω]] από το ατομικό του [[ρεκόρ]]» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», <b>Στράβ.</b><br />γ. «τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥῖψις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι ρίψεις</i><br />τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές<br />β) «ῥῖψις ὄμματος» — [[χαλάρωση]] βλεφάρου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 26 September 2023
Greek Monolingual
η / ῥῖψις, ῥίψεως, ΝΜΑ ῥίπτω
το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή, εκσφενδόνιση (α. «μέτρια ρίψη, πολύ κάτω από το ατομικό του ρεκόρ» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», Στράβ.
γ. «τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥῖψις», Πλάτ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι ρίψεις
τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου
αρχ.
φρ. α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές
β) «ῥῖψις ὄμματος» — χαλάρωση βλεφάρου.