σαρκολάβος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sarkolavos | |Transliteration C=sarkolavos | ||
|Beta Code=sarkola/bos | |Beta Code=sarkola/bos | ||
|Definition=ὁ, v. sub [[σαρκολαβίς]]. | |Definition=ὁ, [[surgeon's forceps]]; v. sub [[σαρκολαβίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:31, 26 October 2023
English (LSJ)
ὁ, surgeon's forceps; v. sub σαρκολαβίς.
German (Pape)
[Seite 863] ὁ, Fleischzange, Medic.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
χειρουργική λαβίδα η οποία χρησιμεύει για την συγκράτηση τών μαλακών μορίων του σώματος κατά τις εγχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λάβος (< θ. λαβ-, πρβλ. ἔ-λαβ-ον, αόρ. β' του λαμβάνω), πρβλ. λιθολάβος].