rival: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - ":: ([a-zA-Z' ]+)\n" to ":: $1 ")
mNo edit summary
 
Line 30: Line 30:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐνστάτης]], [[ἀνταγωνιστής]], [[ἀντίπαλος]], [[ἁμιλλητήρ]], [[ἀντίταγμα]], [[ἄνταθλος]], [[ἀπέλλητος]], [[ἀντίφαρις]], [[ἀνθάμιλλος]], [[ἀντεραστής]], [[ἀντεράστρια]], [[ἀντίτεχνος]]
|sltx=[[ἀγωνιστής]], [[ἁμιλλητήρ]], [[ἀνθάμιλλος]], [[ἀνταγωνιστής]], [[ἄνταθλος]], [[ἀντεραστής]], [[ἀντεράστρια]], [[ἀντίπαλος]], [[ἀντίταγμα]], [[ἀντίτεχνος]], [[ἀντίφαρις]], [[ἀπέλλητος]], [[ἐνστάτης]]
}}
}}
{{LaEn
{{LaEn
|lnetxt=rival rivalis N M :: [[rival]]
|lnetxt=rival rivalis N M :: [[rival]]
}}
}}

Latest revision as of 21:10, 8 November 2023

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for rival - Opens in new window

substantive

P. and V. ἀνταγωνιστής, ὁ, V. παλαιστής, ὁ, ἀντηρέτης, ὁ; see competitor, or use adj., V. ἀνθάμιλλος, Ar. and V. ἀντίπαλος.

opponent: use adj., P. and V. ἐναντίος.

rival in love: Ar. and P. ἀντεραστής, ὁ.

rival in art: use adj., Ar. and P. ἀντίτεχνος.

rival in a husband's affection: use adj., V. σύγγαμος (Euripides, Andromache 182).

adjective

conflicting: P. and V. ἐναντίος. Ar. and V. ἀντίπαλος.

verb transitive

compete with: P. and V. ἀγωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), ἁμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἐρίζειν (dat.), V. ἐξαγωνίζεσθαι (dat.), ἐξαμιλλᾶσθαι (dat.); see contend with.

do you rival Themistocles? Ar. σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; (Equites 813).

emulate: P. and V. ζηλοῦν (acc.), P. ζηλοτυπεῖν (acc.), φιλονεικεῖν (dat. or πρός, acc.).

equal: P. and V. ἰσοῦσθαι (dat.), ἐξισοῦσθαι (dat.).

imitate: P. and V. μιμεῖσθαι; see imitate.

Spanish > Greek

ἀγωνιστής, ἁμιλλητήρ, ἀνθάμιλλος, ἀνταγωνιστής, ἄνταθλος, ἀντεραστής, ἀντεράστρια, ἀντίπαλος, ἀντίταγμα, ἀντίτεχνος, ἀντίφαρις, ἀπέλλητος, ἐνστάτης