σύγγαμος

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγᾰμος Medium diacritics: σύγγαμος Low diacritics: σύγγαμος Capitals: ΣΥΓΓΑΜΟΣ
Transliteration A: sýngamos Transliteration B: syngamos Transliteration C: syggamos Beta Code: su/ggamos

English (LSJ)

σύγγαμον,
A united in wedlock, married, ἄλλῳ to another, E.El.212 (lyr.); σ. δάμαρ Lyc.1220: as substantive σύγγαμος, ὁ or ἡ, husband or wife, Orph.A.595, IG 12(3).1188 (Melos).
2 generally, connected by marriage, E.Ph. [428].
3 σύγγαμός σοι Ζεύς sharing your marriage bed, of Amphitryon, Id.HF149: in plural, the rival wives of one man, Id.Andr. 182.

German (Pape)

[Seite 961] durch Ehe verbunden, Eur. Phoen. 431 El. 212 u. öfter, Ehegatte, Ehegattinn; auch in weiterm Sinne, verschwägert.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 uni par le mariage à, τινι ; subst. (ὁ, ἡ) époux, épouse;
2 qui partage avec un autre la couche d'une femme, ou avec une autre la couche d'un homme.
Étymologie: σύν, γάμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγγαμος -ον, Att. ook ξύγγαμος [σύν, γάμος] verenigd in een huwelijk, getrouwd, met dat. met iem.. Eur. El. 212. aangetrouwd. Eur. Phoen. 428. het huwelijk delend, zowel van twee mannen die dezelfde vrouw delen als van twee vrouwen die dezelfde man delen, met dat., met gen. met iem.. ὡς σύγγαμός σοι Ζεύς dat Zeus het huwelijk met je deelde Eur. HF 149.

Russian (Dvoretsky)

σύγγᾰμος: ὁ и ἡ
1 соучастник (чужого) брачного ложа (τινι Eur.);
2 свояк Eur.
сочетавшийся браком (τινι Eur.).

Greek Monolingual

ο / σύγγαμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
γένος παρασιτικών νηματωδών σκωλήκων, στους οποίους οφείλεται η νόσος τών πτηνών συγγάμωση
αρχ.
1. έγγαμος
2. (γενικά) αυτός που συνδέεται με γάμο
3. αυτός που μετέχει στη συζυγική κλίνη άλλου, ο μοιχός
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ό σύγγαμος και ἡ σύγγαμος
ο σύζυγος και η σύζυγος
5. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σύγγαμοι
οι αντίζηλες σύζυγοι του ίδιου άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γάμος. Η λ. ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. syngamus].

Greek Monotonic

σύγγᾰμος: -ον, 1. δεσμευμένος με τα δεσμά του γάμου, νυμφευμένος, παντρεμένος, ἄλλῳ, με κάποιον, κάποια, σε Ευρ.· γενικά, ενωμένος με τα δεσμά του γάμου, στον ίδ.
2. ξύγγαμός σοι Ζεύς, ο Δίας που μοιράζεται τη συζυγική σου κλίνη (δηλ. τη γυναίκα σου), λέγεται για τον Αμφιτρύωνα, στον ίδ.· πληθ. αντίζηλες σύζυγοι του ιδίου άντρα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγᾰμος: -ον, ὁ διὰ γάμου ἡνωμένος, ἔγγαμος, ἄλλῳ, ἡνωμένος μὲ ἄλλον, Εὐρ. Ἠλ. 212· σ. δάμαρ Λυκόφρ. 1220· - ὡς οὐσιαστ. σύγγαμος, ὁ, ἢ ἡ, ἀνὴρ ἢ γυνὴ ἔγγαμος Ὀρφ. Ἀργ. 893, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. καθόλου, ὁ διὰ γάμου ἐσχετισμένος, Εὐρ. Φοίν. 428 (ἀλλ’ ὁ στίχος πιθ. εἶναι νόθος). 2) ξύγγαμός σοι Ζεύς, ὁ μετέχων τῆς συζυγικῆς κοίτης σου, ἐπὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 149· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀντίζηλοι σύζυγοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 182.

Middle Liddell

σύγ-γᾰμος, ον,
1. united in wedlock, married, ἄλλῳ to another, Eur.:—generally, connected by marriage, Eur.
2. ξύγγαμός σοι Ζεύς sharing thy marriage-bed, of Amphitryon, Eur.: pl. the rival wives of one man, Eur.

English (Woodhouse)

rival in a husband's affection

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)