ἄνταθλος
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
ἄνταθλον, contending against, rivalling, τινός AP12.68 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ον
que rivaliza, rival νίκης τῆς ἐν ἔρωτι AP 12.68 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 243] Nebenbuhler, νίκης Mel. 14 (XII, 68).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rival, antagoniste.
Étymologie: ἀντί, ἆθλον.
Russian (Dvoretsky)
ἄνταθλος: ὁ соперник (νίκης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνταθλος: -ον, ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, τινὸς Ἀνθ. Π. 12. 68.
Greek Monotonic
ἄνταθλος: -ον, ανταγωνιστής, αντίπαλος, τινος, σε Ανθ.
Middle Liddell
contending against, rivalling, τινος Anth.