ἀντίτεχνος
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ἀντίτεχνον, rival in an art or craft, Ar.Ra. 816, Pl.R. 493a, etc.; οὐκ ἐκείνῳ οὐδὲ τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ Id.Phd. 60d, cf. Lg.817b; ἀ. καὶ ὁμότεχνος τοῖς ποιηταῖς D.Chr.12.46: c. gen., τῆς μαγγανείας αὐτοῦ Luc.Alex.43.
Spanish (DGE)
-ον
rival en un arte u oficio de pers., abs., Ar.Ra.816, Pl.R.493a, Luc.Salt.84, Cal.2, Plu.2.369d, Philostr.VS 491
•c. dat. ἀ. οὐκ ἐκείνῳ ... οὐδὲ τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ Pl.Phd.60d, ἀ. καὶ ὁμότεχνος ... τοῖς ποιηταῖς D.Chr.12.46, cf. Pl.Lg.817b
•c. gen. αὐτοῦ Plu.2.661e, cf. Luc.Alex.43
•rival de una imagen ἀντίτεχνον τῷ θεῷ Clem.Al.Paed.3.2.12.
German (Pape)
[Seite 262] in einer Kunst oder einem Gewerbe wetteifernd mit Jemand, τινί; ὁ, der Nebenbuhler darin, Ar. Ran. 816; Plat. Phaed. 60 d u. sonst; Luc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rival dans une profession ou un art.
Étymologie: ἀντί, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίτεχνος: ὁ соперник в мастерстве Arph., Plat., Plut.: ἀ. τινι Plat. и τινος Luc. соперник в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτεχνος: -ον, ἀντίζηλος, ἀντίπαλος ἔν τινι τέχνῃ ἢ ἐπιτηδεύματι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 816, Πλάτ. Πολ. 493Α· οὐκ ἐκείνῳ οὐδὲ τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ ἀντίτεχνος ὁ αὐτ. Φαίδων 60D· πρβλ. Νόμ. 817Β· μετὰ γεν., τῆς μαγγανείας αὐτοῦ Λουκ. Ἀλεξ. 43.
Greek Monolingual
ἀντίτεχνος, -ον (Α)
αντίζηλος, αντίπαλος σε κάποια τέχνη.
Greek Monotonic
ἀντίτεχνος: -ον (τέχνη), αυτός τον οποίο συναγωνίζεται κάποιος σε τέχνη ή επάγγελμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με δοτ., σε Πλάτ.
Middle Liddell
τέχνη
rivalling in an art or craft, Ar., Plat.; c. dat., Plat.