ερυθρίνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και | |mltxt=ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῖνος)<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ψαριών της οικογένειας τών σπαριδών, κν. [[λυθρίνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ερυθρ</i>-<i>ίνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]]. Ο τ. [[ερυθίνος]] από το [[ερυθρίνος]] με [[ανομοίωση]]. Από το αρχ. [[ερυθρίνος]] προήλθε και το νεοελλ. [[λυθρίνι]], με [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-]. | ||
}} | }} |