εφορώ: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)<br />[[επιβλέπω]], [[εποπτεύω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιστοιχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[επιβλέπω]], [[κοιτάζω]] από [[πάνω]]<br /><b>2.</b> (για θεούς ή για τη [[θεία]] [[πρόνοια]]) [[προσέχω]], [[παρακολουθώ]]<br /><b>3.</b> [[επισκέπτομαι]] («ἐποψόμενος δαῑτα κλυτάν» — για να επισκεφθεί τη [[λαμπρή]] [[ευωχία]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για στρατηγό) [[επιθεωρώ]]<br /><b>5.</b> [[βλέπω]], [[θεωρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρῶ</i>].
|mltxt=(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)<br />[[επιβλέπω]], [[εποπτεύω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιστοιχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[επιβλέπω]], [[κοιτάζω]] από [[πάνω]]<br /><b>2.</b> (για θεούς ή για τη [[θεία]] [[πρόνοια]]) [[προσέχω]], [[παρακολουθώ]]<br /><b>3.</b> [[επισκέπτομαι]] («ἐποψόμενος δαῖτα κλυτάν» — για να επισκεφθεί τη [[λαμπρή]] [[ευωχία]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για στρατηγό) [[επιθεωρώ]]<br /><b>5.</b> [[βλέπω]], [[θεωρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)
επιβλέπω, εποπτεύω, παρατηρώ
νεοελλ.
αστρολ. έρχομαι σε αντιστοιχία
αρχ.
1. (για τον ήλιο) επιβλέπω, κοιτάζω από πάνω
2. (για θεούς ή για τη θεία πρόνοια) προσέχω, παρακολουθώ
3. επισκέπτομαι («ἐποψόμενος δαῖτα κλυτάν» — για να επισκεφθεί τη λαμπρή ευωχία, Πίνδ.)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. βλέπω, θεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρῶ].