αντιπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(5)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιπίπτω]] (AM)<br />επιτίθεμαι για να αμυνθώ, [[ανθίσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσαρμόζω]] δύο πράγματα ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]], το [[αντικρούω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] διαφορετική [[κατεύθυνση]]<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις) [[είμαι]] [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ ἀντιπῑπτον</i><br />α) η [[αντίρρηση]]<br />β) το [[εμπόδιο]].
|mltxt=[[ἀντιπίπτω]] (AM)<br />επιτίθεμαι για να αμυνθώ, [[ανθίσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσαρμόζω]] δύο πράγματα ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]], το [[αντικρούω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] διαφορετική [[κατεύθυνση]]<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις) [[είμαι]] [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ ἀντιπῖπτον</i><br />α) η [[αντίρρηση]]<br />β) το [[εμπόδιο]].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἀντιπίπτω (AM)
επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι
μσν.
προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς
αρχ.
1. πέφτω μέσα σε κάτι
2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω
3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση
4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής
5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀντιπῖπτον
α) η αντίρρηση
β) το εμπόδιο.