ειλίπους: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(10)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰλίπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφει το [[πόδι]] όταν βαδίζει (ομηρικό [[επίθετο]] τών βοδιών [[επειδή]] όταν βαδίζουν διαγράφουν με το [[πέλμα]] [[τμήμα]] κύκλου)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>εἰλίποδες</i><br />βόδια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «γυναῑκες εἰλίποδες» — οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια [[γύρω]] στο [[κορμί]] του άντρα.
|mltxt=[[εἰλίπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφει το [[πόδι]] όταν βαδίζει (ομηρικό [[επίθετο]] τών βοδιών [[επειδή]] όταν βαδίζουν διαγράφουν με το [[πέλμα]] [[τμήμα]] κύκλου)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>εἰλίποδες</i><br />βόδια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «γυναῖκες εἰλίποδες» — οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια [[γύρω]] στο [[κορμί]] του άντρα.
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

εἰλίπους, -ουν (Α)
1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου)
2. ως ουσ. εἰλίποδες
βόδια
3. φρ. «γυναῖκες εἰλίποδες» — οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο κορμί του άντρα.