καλαμίτιδα: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ (Α | |mltxt=ἡ (Α καλαμῖτις)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ονομασία]] αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> [[ονομασία]] του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ακρίδας, η καλαμαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. [[καλάμη]]]. | ||
}} | }} |