οινάς: Difference between revisions
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰνάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑΜ)<br />[[είδος]] άγριου περιστεριού με [[φτέρωμα]] ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[άμπελος]], το [[κλήμα]]<br /><b>2.</b> το [[κρασί]], ο [[οίνος]] («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτὸς που περιέχει [[κρασί]], [[γεμάτος]] από [[κρασί]] («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... [[Σάτυρος]]», Α Πλ.)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰνάδες<br />ἀμπελώδεις τόποι»<br /><b>5.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Οἰνάδες</i><br />οι Μαινάδες ( | |mltxt=[[οἰνάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑΜ)<br />[[είδος]] άγριου περιστεριού με [[φτέρωμα]] ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[άμπελος]], το [[κλήμα]]<br /><b>2.</b> το [[κρασί]], ο [[οίνος]] («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτὸς που περιέχει [[κρασί]], [[γεμάτος]] από [[κρασί]] («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... [[Σάτυρος]]», Α Πλ.)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰνάδες<br />ἀμπελώδεις τόποι»<br /><b>5.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Οἰνάδες</i><br />οι Μαινάδες («γυναῖκες οἰνάδες», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[θαμνάς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
Greek Monolingual
οἰνάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών
αρχ.
1. η άμπελος, το κλήμα
2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.)
3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί, γεμάτος από κρασί («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... Σάτυρος», Α Πλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «οἰνάδες
ἀμπελώδεις τόποι»
5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Οἰνάδες
οι Μαινάδες («γυναῖκες οἰνάδες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].