οινάς

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

οἰνάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών
αρχ.
1. η άμπελος, το κλήμα
2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.)
3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί, γεμάτος από κρασί («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... Σάτυρος», Α Πλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «οἰνάδες
ἀμπελώδεις τόποι»
5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Οἰνάδες
οι Μαινάδες («γυναῖκες οἰνάδες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].