υποκόλπιος: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον [[ἄλλην]];», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κρυμμένος [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] ή [[κάτω]] από τη [[ζώνη]] κάποιου (α. «[[βιβλίδιον]]... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «παίουσι | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον [[ἄλλην]];», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κρυμμένος [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] ή [[κάτω]] από τη [[ζώνη]] κάποιου (α. «[[βιβλίδιον]]... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «παίουσι πληγαῖς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[δηλαδή]] στη [[μήτρα]], της μητέρας του<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑποκόλπιον τοῦ χώρου<br />τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>κόλπ</i>-<i>ιος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ. Παλ.
β. «παίουσι πληγαῖς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», Ηρωδιαν.)
2. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, δηλαδή στη μήτρα, της μητέρας του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκόλπιον τοῦ χώρου
τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόλπος (Ι) + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόλπ-ιος)].