χιτώνιο: Difference between revisions

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[χιτώνιον]], ΝΜΑ [[χιτών]]<br />(στην [[αρχαιότητα]]) (ως υποκορ. τ. του [[χιτών]]) [[κοντός]] [[χιτώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> το στρατιωτικό [[αμπέχονο]]<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιτώνιο]] πυροβόλου»<br /><b>στρ.</b> [[πρόσθετος]] [[κυλινδρικός]] [[σωλήνας]] με τον οποίο περιβάλλεται το [[πίσω]] [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]]) [[είδος]] λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῑς ἀγοράσαι [[χιτώνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=το / [[χιτώνιον]], ΝΜΑ [[χιτών]]<br />(στην [[αρχαιότητα]]) (ως υποκορ. τ. του [[χιτών]]) [[κοντός]] [[χιτώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> το στρατιωτικό [[αμπέχονο]]<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] βασιδιομυκήτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιτώνιο]] πυροβόλου»<br /><b>στρ.</b> [[πρόσθετος]] [[κυλινδρικός]] [[σωλήνας]] με τον οποίο περιβάλλεται το [[πίσω]] [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]]) [[είδος]] λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι [[χιτώνιον]]», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

το / χιτώνιον, ΝΜΑ χιτών
(στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. του χιτών) κοντός χιτώνας
νεοελλ.
1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο
2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων
3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου»
στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται το πίσω τμήμα του σωλήνα του πυροβόλου
αρχ.
(ιδίως) είδος λεπτού πολυτελούς γυναικείου ενδύματος («καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι χιτώνιον», Αριστοφ.).