αρβύλα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η κ. άρβυλο, το (Α [[ἀρβύλη]] κ. [[ἀρβυλίς]], η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «οι αρβύλες, τα άρβυλα» — τα υποδήματα των στρατιωτών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φόρεσα τις αρβύλες» — κατατάχθηκα στον στρατό<br />β) «[[λόγια]] της αρβύλας» — ανυπόστατες φήμες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους) ανθεκτικό [[υπόδημα]] που φθάνει [[μέχρι]] την [[κνήμη]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του άρματος όπου στεκόταν ο [[αρματηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από την [[ανατολή]]. Ο <b>Ησύχ.</b> παραδίδει τ. <i>άρμυλα</i> «υποδήματα» <b>(κυπρ.)</b>, που, αν παραδίδεται σωστά, αποτελεί [[είτε]] [[παραλλαγή]] του <i>αρβύλη</i> και συνδέεται με το [[αρμόζω]] [[είτε]] ανεξάρτητο [[δάνειο]]. Η [[κατάληξη]] του νεοελλ. [[αρβύλα]] [[κατά]] τα θηλ. ονόμ. σε -<i>α</i>].
|mltxt=[[αρβύλα]], η κ. [[άρβυλο]], το (Α [[ἀρβύλη]] κ. [[ἀρβυλίς]], η)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «οι αρβύλες, τα άρβυλα» — τα υποδήματα των στρατιωτών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φόρεσα τις αρβύλες» — κατατάχθηκα στον στρατό<br />β) «[[λόγια]] της αρβύλας» — ανυπόστατες φήμες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους) ανθεκτικό [[υπόδημα]] που φθάνει [[μέχρι]] την [[κνήμη]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] του άρματος όπου στεκόταν ο [[αρματηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από την [[ανατολή]]. Ο <b>Ησύχ.</b> παραδίδει τ. <i>άρμυλα</i> «υποδήματα» <b>(κυπρ.)</b>, που, αν παραδίδεται σωστά, αποτελεί [[είτε]] [[παραλλαγή]] του <i>αρβύλη</i> και συνδέεται με το [[αρμόζω]] [[είτε]] ανεξάρτητο [[δάνειο]]. Η [[κατάληξη]] του νεοελλ. [[αρβύλα]] [[κατά]] τα θηλ. ονόμ. σε -<i>α</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 11 February 2024

Greek Monolingual

αρβύλα, η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η)
νεοελλ.
1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» — τα υποδήματα των στρατιωτών
2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» — κατατάχθηκα στον στρατό
β) «λόγια της αρβύλας» — ανυπόστατες φήμες
αρχ.
1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους) ανθεκτικό υπόδημα που φθάνει μέχρι την κνήμη
2. μέρος του άρματος όπου στεκόταν ο αρματηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την ανατολή. Ο Ησύχ. παραδίδει τ. άρμυλα «υποδήματα» (κυπρ.), που, αν παραδίδεται σωστά, αποτελεί είτε παραλλαγή του αρβύλη και συνδέεται με το αρμόζω είτε ανεξάρτητο δάνειο. Η κατάληξη του νεοελλ. αρβύλα κατά τα θηλ. ονόμ. σε -α].