εξαρθρώνω: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
}}
{{trml
|trtx====[[dislocate]]===
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: [[ontwrichten]]; French: [[disloquer]], [[luxer]], [[déboîter]]; Galician: dislocar; German: [[auskugeln]], [[ausrenken]], [[verrenken]], [[dislozieren]]; Greek: [[εξαρθρώνω]]; Ancient Greek: [[ἀπεξαρθρέω]], [[ἀποστρέφω]], [[διαρθρέω]], [[ἐκβάλλω]], [[ἐκγομφόω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[ἐκμοχλεύω]], [[ἐκστρέφω]], [[ἐξαρθρέω]], [[ἐξαρθρόω]], [[ἐξαρθρῶ]], [[παραρθρέω]], [[στρέφω]]; Hungarian: kificamít; Italian: [[slogare]], [[lussare]]; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: [[luxo]]; Polish: zwichnąć; Portuguese: [[deslocar]]; Romanian: disloca; Russian: [[вывихивать]], [[вывихнуть]]; Slovene: izpahniti; Spanish: [[dislocar]]; Tagalog: malinsad
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 14 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύωοικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).

Translations

dislocate

Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀπεξαρθρέω, ἀποστρέφω, διαρθρέω, ἐκβάλλω, ἐκγομφόω, ἐκκλίνω, ἐκκοκκίζω, ἐκμοχλεύω, ἐκστρέφω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad