Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παντελόνι: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(30)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[πανταλόνι]].
|mltxt=[[πανταλόνι]] και [[παντελόνι]], το<br />[[ένδυμα]] που περιβάλλει το [[κάτω]] [[μέρος]] του κορμού, και [[χωριστά]] το καθένα από τα σκέλη, και σταθεροποιείται στη [[μέση]] με [[ζώνη]] ή με τιράντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pantaloni</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>pantalon</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Pantalon</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Pantalone</i>, όνομα ήρωα της ιταλ. κωμωδίας].
}}
}}

Latest revision as of 21:52, 14 February 2024

Greek Monolingual

πανταλόνι και παντελόνι, το
ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού, και χωριστά το καθένα από τα σκέλη, και σταθεροποιείται στη μέση με ζώνη ή με τιράντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantaloni < γαλλ. pantalon < Pantalon < Pantalone, όνομα ήρωα της ιταλ. κωμωδίας].