ἀμφίζευκτος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfizefktos | |Transliteration C=amfizefktos | ||
|Beta Code=a)mfi/zeuktos | |Beta Code=a)mfi/zeuktos | ||
|Definition=ἀμφίζευκτον, [[joined from both sides]], A.''Pers.''130. | |Definition=ἀμφίζευκτον, [[joined from both sides]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''130. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
ἀμφίζευκτον, joined from both sides, A.Pers.130.
Spanish (DGE)
-ον
uncido por ambas orillas del Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.
German (Pape)
[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίζευκτος: соединенный с обеих сторон мостом (πρων αἴας Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.
Greek Monolingual
ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.