καρκινοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=καρκῐνοβάτης
|Full diacritics=καρκῐνοβᾰ́της
|Medium diacritics=καρκινοβάτης
|Medium diacritics=καρκινοβάτης
|Low diacritics=καρκινοβάτης
|Low diacritics=καρκινοβάτης

Latest revision as of 21:47, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκῐνοβᾰ́της Medium diacritics: καρκινοβάτης Low diacritics: καρκινοβάτης Capitals: ΚΑΡΚΙΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: karkinobátēs Transliteration B: karkinobatēs Transliteration C: karkinovatis Beta Code: karkinoba/ths

English (LSJ)

καρκινοβάτου, ὁ, walking like a crab, Aristonym.2 (sed leg.

German (Pape)

[Seite 1327] ὁ, der wie ein Krebs geht, Ariston. bei Ath. VII, 287 d, im E. M. καρκινοβαίνης, mit Mein. καρκινοβήτης zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

καρκῐνοβάτης: -ου, ὁ, ὁ βαδίζων ὡς καρκίνος, Ἀριστών. ἐν «Ἡλίῳ» 1· ἀλλὰ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ καρκινοβήτης, Meineke, εἰς Μένανδρον σ. 183 (ἔκδ. Μείζων).

Greek Monolingual

καρκινοβάτης, ὁ (Α)
αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινοβάτης, υπνοβάτης.