θυγατρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυγατρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Μ)<br />μικρό [[κορίτσι]], [[κορασίδα]], [[κοριτσάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[θυλακίς]], [[χοινικίς]])].
|mltxt=[[θυγατρίς]], -ίδος, ἡ (Μ)<br />μικρό [[κορίτσι]], [[κορασίδα]], [[κοριτσάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυγατρ</i>- του [[θυγάτηρ]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>, δοτ. <i>θυγατρ</i>-<i>ί</i>) <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[θυλακίς]], [[χοινικίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρίς: -ίδος, ἡ κορασίς, Θ. Στουδ. σ. 893, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

θυγατρίς, -ίδος, ἡ (Μ)
μικρό κορίτσι, κορασίδα, κοριτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυλακίς, χοινικίς)].