καλαθίς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλαθίς]], - | |mltxt=[[καλαθίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />(υποκορ. του [[κάλαθος]]) μικρό [[καλάθι]], [[καλαθάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[επιγλωσσίς]], [[θυρίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = καλάθιον.
German (Pape)
[Seite 1306] ίδος, ἡ, dasselbe, Hesych.
Greek Monolingual
καλαθίς, -ίδος, ἡ (Α)
(υποκορ. του κάλαθος) μικρό καλάθι, καλαθάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. επιγλωσσίς, θυρίς)].