Πελασγίς: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]] και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πελασγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
|mltxt=-ίδος και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πελασγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Πελασγίς:''' ίδος adj. f пеласгическая Her.
|elrutext='''Πελασγίς:''' ίδος adj. f пеласгическая Her.
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.

Greek Monolingual

-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.