φαλαρίδα: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(44)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φαλαρίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και ιων. τ. [[φαληρίς]] Α<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], Fulica atra, [[ονομασία]] που οφείλεται στη φαλακρή [[κεφαλή]] του, αλλ. αίθα<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλαρος]] / [[φάληρος]] «[[λευκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεσμ</i>-<i>ίς</i> / -<i>ίδα</i>)].
|mltxt=η / [[φαλαρίς]], -ίδος, ΝΑ, και ιων. τ. [[φαληρίς]] Α<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], Fulica atra, [[ονομασία]] που οφείλεται στη φαλακρή [[κεφαλή]] του, αλλ. αίθα<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλαρος]] / [[φάληρος]] «[[λευκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> <i>δεσμ</i>-<i>ίς</i> / -<i>ίδα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / φαλαρίς, -ίδος, ΝΑ, και ιων. τ. φαληρίς Α
1. ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Fulica atra, ονομασία που οφείλεται στη φαλακρή κεφαλή του, αλλ. αίθα
2. βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρος / φάληρος «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς / -ίδα)].