δικηγόρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "Proceß" to "Prozess") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0629.png Seite 629]] ὁ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0629.png Seite 629]] ὁ, Prozessführer, Sachwalter, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[δικηγόρος]])<br />[[νομικός]] ο [[οποίος]] κατ' [[επάγγελμα]] υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)<br /><b>2.</b> [[εύγλωττος]], [[ευφραδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]. Η λ. απαντά ήδη [[κατά]] τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο [[συνήγορος]], [[αλλά]] ο [[τονισμός]] [[κατά]] το [[δημηγόρος]]. | |mltxt=ο, η (Α [[δικηγόρος]])<br />[[νομικός]] ο [[οποίος]] κατ' [[επάγγελμα]] υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)<br /><b>2.</b> [[εύγλωττος]], [[ευφραδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]. Η λ. απαντά ήδη [[κατά]] τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο [[συνήγορος]], [[αλλά]] ο [[τονισμός]] [[κατά]] το [[δημηγόρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 10 March 2024
English (LSJ)
ὁ, advocate, Lyd. Mag. 3.66, Agath. 5.7, Suid. s.v. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust. 131.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ abogado Lyd.Mag.3.66, Agath.5.7.1, Sud.s.u. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust.131.2.
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, Prozessführer, Sachwalter, Sp.
Greek Monolingual
ο, η (Α δικηγόρος)
νομικός ο οποίος κατ' επάγγελμα υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο
νεοελλ.
1. αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)
2. εύγλωττος, ευφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -ηγορος < αγορά. Η λ. απαντά ήδη κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο συνήγορος, αλλά ο τονισμός κατά το δημηγόρος.