ἐπιστολογράφος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ὁ, Briefschreiber, Secretär, Pol. 31, 3, 16. Vgl. [[ἐπιστολιαγράφος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ὁ, [[Briefschreiber]], [[Secretär]], Pol. 31, 3, 16. Vgl. [[ἐπιστολιαγράφος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:00, 10 March 2024
English (LSJ)
ὁ, letter writer, secretary, OGI139.14 (Ptol.), 194.24 (i B.C.), PTeb.112.87 (ii B.C.), UPZ108.34 (i B.C.), PPar.70; cf. ἐπιστολαγράφος.
German (Pape)
[Seite 985] ὁ, Briefschreiber, Secretär, Pol. 31, 3, 16. Vgl. ἐπιστολιαγράφος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστολογράφος: (ᾰ) ὁ писец, секретарь Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολογράφος: ὁ, (γράφω) ὁ γράφων ἐπιστολάς, γραμματεύς, Πολύβ. (31. 3, 16) παρ’ Ἀθην. 195Β, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5717. 24.
Greek Monolingual
ο, η (AM ἐπιστολογράφος)
ο γραμματέας που γράφει επιστολές
νεοελλ.
1. ο συντάκτης επιστολής
2. ο ικανός να γράφει επιστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -γράφος (< γράφω)].