κατακληρουχέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[distribuer au sort des terres conquises]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κληρουχέω]].
|btext=[[κατακληρουχῶ]] :<br />[[distribuer au sort des terres conquises]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κληρουχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακληρουχέω Medium diacritics: κατακληρουχέω Low diacritics: κατακληρουχέω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΡΟΥΧΕΩ
Transliteration A: kataklērouchéō Transliteration B: kataklēroucheō Transliteration C: katakliroucheo Beta Code: kataklhrouxe/w

English (LSJ)

A receive as one's portion, especially of a conquered country, divide among themselves, portion out, τὴν Χώραν Plb.2.21.7; τὰς οὐσίας Id.7.10.1; τὴν Σικελίαν D.S.13.30; τὴν νῆσον Str.8.6.16; τὴν γῆν εἰς κλήρους Ael.VH6.1.
2 assign as a portion, τισὶ τὴν ἀρίστην τῆς Χώρας D.S.1.54, cf. PLond.2.383.2 (Pass., iii A.D.); portion out to colonists, πᾶσαν ὀλίγου δεῖν τὴν Ἰταλίαν Plu.Ant. 55.

German (Pape)

[Seite 1353] durchs Loos vertheilen, bes. erobertes Land unter die neuen Ansiedler, πᾶσι κατεκληρούχησε τὴν ἀρίστην χώραν D. Sic. 1, 54; Plut. Ant. 55; τἡν γῆν εἰς δισχιλίους κλήρους, in 2000 Theile theilen, Ael. V. H. 6, 1. – Durchs Loos Land zugetheilt erhalten, in Besitz nehmen, τὴν γῆν Pol. 2, 21, 7; οἱ κατακεκληρουχηκότες τὰς οὐσίας 7, 10, 1; pass., 3, 40, 8 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

κατακληρουχῶ :
distribuer au sort des terres conquises.
Étymologie: κατά, κληρουχέω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληρουχέω: λαμβάνω ὡς μερίδιόν μου, ἰδίως ἐπὶ κατακτηθείσης χώρας, μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, διανέμομαι μετ’ ἄλλων, ἐπὶ τῶν νέων ἀποίκων. κ. τὴν γῆν Πολύβ. 2. 21, 7· οἱ κατακεκληρουχηκότες τὰς οὐσίας ὁ αὐτ. 7. 10, 1· κ. τὴν γῆν εἰς κλήρους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1· ―καὶ ἐν τῷ παθητ., τὴν κατακεκληρουχημένην χώραν ὑπὸ τῶν Ρωμαίων Στράβ. 3, 40, 8. 2) παρέχω ὡς μερίδιον, τινί τι Διόδ. 1. 54, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

κατακληρουχέω:
1 (о завоеванных землях), распределять по жребию (τὴν ἀρίστην χώραν τισί Diod.);
2 делить между собой или получать в виде доли (τὴν γῆν, τὰς οὐσίας Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κληρουχέω verdelen van land (onder veteranen).