νουθετητέος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Eur" to "Eur")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νουθετητέος]], η, ον, verb. adj.]<br /><b class="num">1.</b> [[to be admonished]], [[Eur]].<br /><b class="num">2.</b> νουθετητέον, one must [[warn]], Arist.
|mdlsjtxt=[[νουθετητέος]], η, ον, verb. adj.]<br /><b class="num">1.</b> [[to be admonished]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> νουθετητέον, one must [[warn]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:00, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητέος Medium diacritics: νουθετητέος Low diacritics: νουθετητέος Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΕΟΣ
Transliteration A: nouthetētéos Transliteration B: nouthetēteos Transliteration C: nouthetiteos Beta Code: nouqethte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.
2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.

Greek Monotonic

νουθετητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.
2. νουθετητέον, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.

Middle Liddell

νουθετητέος, η, ον, verb. adj.]
1. to be admonished, Eur.
2. νουθετητέον, one must warn, Arist.