βράγχιο: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βράγχιον]]) <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> [[βράγχια]], <i>τα</i><br />τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτερύγιο]] του ψαριού<br /><b>2.</b> [[βρόγχος]] του αναπνευστικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[βράγχος]] «[[βραχνάδα]]». Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] που παρατηρείται στο [[βράγχιον]] οφείλεται τόσο στη σημασιολογική [[συγγένεια]] όσο και στη μορφολογική [[ομοιότητα]] με το [[βρόγχος]]. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική [[συσχέτιση]] των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική [[σύνδεση]]].
|mltxt=το (AM [[βράγχιον]]) <b>συνήθως στον πληθ.</b> [[βράγχια]], <i>τα</i><br />τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτερύγιο]] του ψαριού<br /><b>2.</b> [[βρόγχος]] του αναπνευστικού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[βράγχος]] «[[βραχνάδα]]». Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] που παρατηρείται στο [[βράγχιον]] οφείλεται τόσο στη σημασιολογική [[συγγένεια]] όσο και στη μορφολογική [[ομοιότητα]] με το [[βρόγχος]]. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική [[συσχέτιση]] των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική [[σύνδεση]]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 14:37, 21 March 2024

Greek Monolingual

το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα
τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών
αρχ.
1. το πτερύγιο του ψαριού
2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο βράγχιον οφείλεται τόσο στη σημασιολογική συγγένεια όσο και στη μορφολογική ομοιότητα με το βρόγχος. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική συσχέτιση των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική σύνδεση].

Translations

gill

Afrikaans: kieu, kief; Aklanon: hasang; Albanian: verzë; Arabic: خَيْشُوم, نَخْشُوش; Armenian: խռիկ; Assamese: ফুল, কল; Azerbaijani: qəlsəmə; Bashkir: айғолаҡ; Basque: zakatz; Bau Bidayuh: sangap; Belarusian: шчэлепы, жабры; Bengali: ফুলকা; Bikol Central: asang; Breton: brenk, skouarn; Bulgarian: хриле; Burmese: ပါးဟက်; Catalan: brànquia; Cebuano: hasang; Central Melanau: aseang; Chamorro: guasang; Chinese Mandarin: 鰓/鳃; Czech: žábry; Danish: gælle; Dutch: kieuw; Erzya: зебра; Esperanto: branko; Estonian: lõpused; Faroese: tákn; Finnish: kidus, kidukset; French: branchie, ouïe; Galician: guerla, branquia, gala; Georgian: ლაყუჩები, ლაყუჩი; German: Kieme; Greek: βράγχιο; Ancient Greek: βράγχιον; Gujarati: ચૂંઈ; Hebrew: זים; Hindi: गलफड़ा; Hungarian: kopoltyú; Iban: ansang; Icelandic: tálkn; Ilocano: asang; Indonesian: insang; Ingrian: žaabrat, sokka sg; Irish: geolbhach; Italian: branchia; Japanese: えら, 鰓, 腮, 顋; Kapampangan: asang; Kazakh: желбезек; Khmer: តើក; Kimaragang: tangas; Korean: 아가미; Kurdish Northern Kurdish: avesîhk; Kyrgyz: бакалоор; Lao: ເງີບ, ກີ, ນາມ, ເກ; Latin: branchia; Latvian: žaunas; Livonian: žnougõd; Macedonian: жабра, шкрга; Malay: insang; Mansaka: asang; Maori: pihapiha; Maranao: asang; Mari Eastern Mari: ношмо; Norman: dginne; Norwegian Bokmål: gjelle; Nynorsk: gjelle; Occitan: brànquia, gaunha; Old English: ċīe; Persian: آب‌شش; Polish: skrzele; Portuguese: brânquia, guelra; Romanian: branhie; Romansch: brantscha; Russian: жабры; Scottish Gaelic: giùran; Sebop: penga'am; Serbo-Croatian Cyrillic: шкр̏га; Roman: škȓgā; Slovak: žiabre; Slovene: škrge; Spanish: agalla, branquia; Swedish: gäl; Tagal Murut: asang; Tagalog: hasang, agalya; Tajik: ғалсама; Tausug: hasang; Thai: เหงือก; Turkish: solungaç; Turkmen: žabra; Ukrainian: зябра, жабри; Urdu: گلپهڑا; Uzbek: oyquloq; Vietnamese: mang; Volapük: ciel; Welsh: tagell, crogen, cragen; West Coast Bajau: asang