εναγόμενος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(11)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[ενάγω]].
|mltxt=[[εναγόμενος]], εναγόμενη, εναγόμενον<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου στρέφεται η [[αγωγή]], ο [[κατηγορούμενος]], ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />ο εγκαλούμενος με [[αγωγή]] στο δικαστήριο για να πληρώσει [[οφειλή]] του.<br /><b>βλ.</b> [[ενάγω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 30 March 2024

Greek Monolingual

εναγόμενος, εναγόμενη, εναγόμενον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του.
βλ. ενάγω.