λεπτομέρεια: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] ἡ, das Bestehen aus seinen | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] ἡ, das Bestehen aus seinen Teilen; Tim. Locr. 98 e; Plut. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:42, 10 April 2024
English (LSJ)
ἡ, a consisting of small particles, Ti.Locr.98e, Placit. 1.7.34, al.; of the soul, Epicur.Ep.1p.20U.
German (Pape)
[Seite 30] ἡ, das Bestehen aus seinen Teilen; Tim. Locr. 98 e; Plut.
Russian (Dvoretsky)
λεπτομέρεια: ἡ расчлененность на мелкие частицы (τοῦ πυρός Plat.; τῆς τῶν εἰδώλων φύσεως Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτομέρεια: ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.
Greek Monolingual
η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) λεπτομερής
νεοελλ.
1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)
2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες
οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα
3. φρ. «με κάθε λεπτομέρεια» — λεπτομερώς, επακριβώς
μσν.-αρχ.
το να αποτελείται κάτι από μικρά μέρη.