Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σερκοχόρτι: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(37)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>βλ.</b> [[σερνικοχόρταρο]].
|mltxt=[[σερνικοβότανο]] και [[αρσενικοβότανο]], το, Ν<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων ορχιδωδών [[φυτών]] που απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]], [[ιδίως]] του γνωστού με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[ὄρχις]] ο [[άρρην]], κν. [[σαλέπι]], και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή [[παράδοση]] θεωρεί, από την [[αρχαιότητα]] [[μέχρι]] [[σήμερα]], ως [[φάρμακο]] για [[αρρενογονία]], αλλ. [[σερνικοχόρταρο]] ή [[σερνικοχόρτι]] ή [[σερκοχόρτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σερνικός]] / [[αρσενικός]] <span style="color: red;">+</span> [[βότανο]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 16 September 2024

Greek Monolingual

σερνικοβότανο και αρσενικοβότανο, το, Ν
κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως του γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως φάρμακο για αρρενογονία, αλλ. σερνικοχόρταρο ή σερνικοχόρτι ή σερκοχόρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερνικός / αρσενικός + βότανο].