ἵππουρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
mNo edit summary
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 24 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππουρος Medium diacritics: ἵππουρος Low diacritics: ίππουρος Capitals: ΙΠΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: híppouros Transliteration B: hippouros Transliteration C: ippouros Beta Code: i(/ppouros

English (LSJ)

ἵππουρον, (οὐρά)
A horse-tailed: as substantive,
1 a sea-fish, Coryphaena hippurus, Epich.51, Arist.HA 543a23, Numen. ap. Ath.7.304d, Opp.H.1.184.
2 a kind of insect, Ael.NA15.1.
3 = ἵππουρις II.2, Hippiatr.27.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue de cheval;
subst.ἵππουρος;
1 sorte d'insecte;
2 sorte de poisson;
3 sorte de plante.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.

Russian (Dvoretsky)

ἵππουρος: рыба золотая макрель (Coryphaena hippurus) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππουρος: -ον, (οὐρὰ) ἔχων οὐρὰν ἵππου, 1) θαλάσσιός τις ἰχθύς, ὁ καὶ ἱππουρεὺς καὶ κορύφαινα καλούμενος, coryphaena hippūrus, Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10. 20· ὁ Ὀππιανὸς (Ἀλ. 1. 184 καὶ 4, 404) καταλέγει τὸν ἰχθὺν τοῦτον ἐν τοῖς κητώδεσιν. 2) εἶδος ἐντόμου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1.

Greek Monolingual

ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ.ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.