glotón: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀδηφάγος]], [[ἀριστητής]], [[ἀριστητικός]], [[βορός]], [[γαστερόπληξ]], [[γαστρίμαργος]], [[γάστρις]], [[γαστροβόρος]], [[γάστρων]], [[γάστωρ]], [[γλίσχρων]], [[δουλογάστριος]], [[ἐδώς]], [[ἐνθεσίδουλος]], [[ἐνθεσίψωμος]], [[λάβρος]], [[λίχνος]], [[μάργος]], [[μαργῶν]] | |sltx=[[ἀδδηφάγος]], [[ἀδηφάγος]], [[ἀριστητής]], [[ἀριστητικός]], [[βορός]], [[γαστερόπληξ]], [[γαστρίμαργος]], [[γάστρις]], [[γαστροβόρος]], [[γάστρων]], [[γάστωρ]], [[γλίσχρων]], [[δουλογάστριος]], [[ἐδώς]], [[ἐνθεσίδουλος]], [[ἐνθεσίψωμος]], [[λάβρος]], [[λαίμαργος]], [[λίχνος]], [[μάργος]], [[μαργῶν]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 19 November 2024
Spanish > Greek
ἀδδηφάγος, ἀδηφάγος, ἀριστητής, ἀριστητικός, βορός, γαστερόπληξ, γαστρίμαργος, γάστρις, γαστροβόρος, γάστρων, γάστωρ, γλίσχρων, δουλογάστριος, ἐδώς, ἐνθεσίδουλος, ἐνθεσίψωμος, λάβρος, λαίμαργος, λίχνος, μάργος, μαργῶν